- ελαιοκομικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία (βλ. λ.): Ελαιοκομικός σταθμός.2. το θηλ. ως ουσ., ελαιοκομική η ελαιοκομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαιοκομικός — ή, ό (Α ἐλαιοκομικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία («ελαιοκομικά προϊόντα») … Dictionary of Greek
ἐλαιοκομική — ἐλαιοκομικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)